εμφύρω

εμφύρω
(AM ἐμφύρω
Α και ἐμφυρῶ, -άω)
1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο
2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενιφύρω — ἐνιφύρω (Α) ποιητ. τ. τού εμφύρω* …   Dictionary of Greek

  • επεμφύρω — ἐπεμφύρω (Α) βουτώ μέσα σε κάτι («ἐπεμφύρω τὰς χεῑρας τοῑς ἡδύσμασι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εμφύρω «ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμφύρω — Μ αναμιγνύω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεμφύρομαι — Α περιπλέκομαι, ανακατεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμφύρω «αναμιγνύω, ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”